- υπερθετικώς
- ὑπερθετικῶς ΝΜΑ(λόγιος τ.) βλ. υπερθετικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερθετικῶς — ὑπερθετικός superlative adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερθετικός — ή, ό, / ὑπερθετικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπερτίθημι] γραμμ. ο βαθμός σύγκρισης που δηλώνει ότι το ουσιαστικό έχει την εκφραζόμενη από το επίθετο ιδιότητα ή ποιότητα στον πιο υψηλό, στον ανώτατο βαθμό («ο υπερθετικός βαθμός τών επιθέτων σχηματίζεται… … Dictionary of Greek